ΚΡΉΤΗ
Τα έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη | ΒΙΝΤΕΟ & ΦΩΤΟ
Αν θέλουμε να μιλήσουμε, όχι για «τα ήθη και τα έθιμα», αλλά για το ήθος και τα έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη – και μάλιστα την παραδοσιακή Κρήτη – πρέπει να έχομε υπ’ όψιν μας πρώτα πρώτα τα εξής:
α) Τα παραδοσιακά ελληνικά Χριστούγεννα είναι όμοια σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, καθώς και στις περιοχές που (για ιστορικούς λόγους) ποτέ δεν μπήκαν στο ελληνικό κράτος, όπως ο Πόντος, η Καππαδοκία, η Βόρ. Ήπειρος κ.λ.π.. Παρά τις μικροδιαφορές στα έθιμα από τόπο σε τόπο, η βάση είναι κοινή: εκκλησιασμός, κάλαντα, γλυκά, φαγητά και βασιλόπιτα, αναμονή του άη Βασίλη, καλικάντζαροι, αγιασμός των υδάτων και φώτισμα (για ευλογία και ομαλότητα) με το «Μεγάλο Αγιασμό» των σπιτιών, των περβολιών και γενικά όλων των χώρων γύρω από τους οποίους κινούνταν η ζωή της οικογένειας.
Τα περισσότερα από τα έθιμα αυτά έχουν αρχαιοελληνική ή ρωμαϊκή προέλευση και παρέμειναν στη ζωή του ελληνικού χωριού με νέο, χριστιανικό, ένδυμα, γιατί εξυπηρετούσαν την ανάγκη των ανθρώπων να δώσουν νόημα στον κόσμο και να νιώσουν ασφάλεια για τη ζωή και τη σοδιά τους (θέμα επιβίωσης) αναθέτοντας την προστασία τους στις ανώτερες δυνάμεις που, ουσιαστικά, προσωποποιούσαν συμβολικά τη φύση –θα τα πούμε και παρακάτω αυτά.
β) Τα παραδοσιακά μας Χριστούγεννα είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια διαφορετική γιορτή από τα σύγχρονα (ίδια σε όλο τον κόσμο) Χριστούγεννα που έχει πλέον στο νου του ο «εκσυγχρονισμένος» καταναλωτής νεοέλληνας και της πόλης και του χωριού (αφού και οι δύο διαπαιδαγωγούνται και καθοδηγούνται στην καθημερινή τους ζωή από τη διαφήμιση και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα).
Ας δούμε μερικές βασικές διαφορές:
1. Η θρησκευτική γιορτή
Χριστούγεννα
Τα παλαιά Χριστούγεννα (ή μάλλον το Δωδεκάμερο) είχαν σημαντικό θρησκευτικό χαρακτήρα:
Ξεκινώντας από τη «Μικρή Σαρακοστή», το «Σαραντάημερο» (που άρχιζε την επαύριο της εορτής τ’ αγιού Φιλίππου, 14 Νοεμβρίου, που φιλεί η πηλιά το πέλαγος, δηλαδή δύει η πούλια στο Λυβικό Πέλαγος, και είναι γεμάτο εορτές και σκόλες) με την ψαροφαγία εκτός Τετάρτης και Παρασκευής ώς τ’ αγίου Σπυριδόνου (12 Δεκεμβρίου) ή τ’ άη Λευτέρη (15 Δεκεμβρίου), καταλήγαμε στον εκκλησιασμό και τη Θεία Κοινωνία την ημέρα των Χριστουγέννων και σ’ ένα γιορταστικό τραπέζι με ιδιαίτερη σημασία –αφού νηστεύαμε για σαράντα μέρες κι αφού, έτσι κι αλλιώς, το κρέας δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο στη διατροφή των παππουδοκεράδω μας (των παππούδων και των γιαγιάδων μας).
Σε χωριά της επαρχίας Αμαρίου μάλιστα (ας μιλήσουμε για Κρήτη) τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων βάζανε λίγη κοινή ζύμη σ’ ένα πιάτο και κάποια στιγμή, ενώ βεγγερίζανε (ξενυχτούσαν συζητώντας) περιμένοντας, η ζύμη ανέβαινε και γινόταν προζύμι. Τότε, κατά την πίστη των ανθρώπων, ήταν η ώρα που γεννάται ο Χριστός (ο Χριστός γεννάται κι ανασταίνεται κάθε χρόνο, γιατί για την Εκκλησία ο χρόνος έχει άλλους συμβολισμούς).
(Παρένθεση: στην Κρήτη λέγαμε Χριστόγεννα και όχι Χριστούγεννα.)
Ο άη Βασίλης
Προχωρώντας στην ημέρα τ’ άη Βασιλειού (πρωτοχρονιά) έχουμε την προσμονή ενός ταπεινού και καλού Έλληνα αγίου με τα μαύρα γένια και το σκούρο φτωχό ράσο, που έρχεται από την Καισάρεια της Καππαδοκίας (Μικρά Ασία) να ευλογήσει τα σπιτικά μας και να πάρει το δικό του κομμάτι από τη βασιλόπιτα (βγάζομε ένα του Χριστού, ένα τση Παναγίας, ένα τ’ άη Βασιλειού, ένα του φτωχού, ένα του σπιθιού, και μετά τα δικά μας –αν πέσει το φλουρί του Χριστού, τση Παναγίας ή τ’ άη Βασιλειού, το δίνομε στην εκκλησία).
Αυτός είναι ο άγιος Βασίλειος, ο φιλάνθρωπος επίσκοπος του 4ου αιώνα μ.Χ., ο άνθρωπος των γραμμάτων ο ταπεινός και θαυματουργός (ένας από τους Τρεις Ιεράρχες), και όχι ο πονηρούλης Santa Claus που εισήχθη από την Αμερική για να διαφημίσει αναψυκτικά και την πραμάτεια των εμπόρων. Καλός είναι κι αυτός (με την άσπρη γενειάδα και το βαθύ γέλιο και την ταλαιπωρία του –λόγω κοιλίτσας– να χωρέσει από τις καμινάδες)αλλά ο δικός μας, ο ρωμιός άγιος, είναι πιο άγιος, πιο βαθύς (σε νόημα), λιγότερο διαφημιστικός αλλά όχι λιγότερο αξιαγάπητος.
Για την ιστορία αναφέρω ότι ο Santa Claus, ο ευρωπαϊκός «Πατέρας των Χριστουγέννων», αντιστοιχεί στον άγιο Νικόλαο και για όλες τις χώρες (εκτός από την Ελλάδα) επισκέπτεται τα σπίτια τα Χριστούγεννα. Εμείς τον δεχόμαστε την πρωτοχρονιά, γιατί είναι η μέρα της εορτής του αγίου Βασιλείου, που είναι ο δικός μας «Πατέρας των Χριστουγέννων». Η μορφή του Santa Claus που ξέρουμε πλέον όλοι διαμορφώθηκε από τον αμερικανό σκιτσογράφο Τόμας Ναστ το 1862, με βάση παλαιότερες ευρωπαϊκές παραδόσεις, ενώ το κόκκινο χρώμα της στολής του το πήρε εξαιτίας του κόκκινου χρώματος γνωστού αμερικάνικου αναψυκτικού που χρησιμοποίησε τη μορφή του σε διαφημίσεις. Αρχικά ήταν ντυμένος στα χρώματα του ουράνιου τόξου.
[Για τον Έλληνα άη Βασίλη βλ. το βιβλίο του Δημήτρη Λουκάτου Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών, σελ. 119-123, ενώ ενδιαφέρουσα αναφορά στο Santa Claus (άγ. Νικόλαο) βλ. στο εξαίρετο παιδικό μυθιστόρημα του Τζόστεν Γκάαρντερ Το Μυστήριο των Χριστουγέννων].
Τ’ Αγιασμού
Την παραμονή τ’ Αγιασμού (των Φώτων –η λέξη στην Κρήτη προφέρεται με τέσσερις συλλαβές: τ’ Α-γι-α-σμού) πάλι νήστεια (ούτε λάδι), γιατί αύριο θα πιούμε Μεγάλο Αγιασμό, που παρομοιάζεται στη σκέψη του λαού μας (υπερβολικά βέβαια) με τη Θεία Μετάληψη!
Από τον Αγιασμό αυτό θα φωτίσει ο παπάς όλο το χωριό και θα φυλάξει κι ένα μπουκάλι μέσα στο Ιερό της εκκλησίας για να ξαναπιούμε μετά από μήνες, τη Μεγάλη Παρασκευή, και ν’ αντέξομε τη φοβερή νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας (ο αγιασμός, ως γνωστόν, δεν χαλάει όσα χρόνια κι αν μείνει, αν όμως η νοικοκερά θέλει να κρατήσει στο σπίτι της Μεγάλο Αγιασμό πρέπει, κατά την παράδοση, να του ’χει μέρα νύχτα καντήλι αναμμένο και, όποιος πιει, να ’χει νηστέψει τρεις μέρες το λάδι).
Την ημέρα τ’ Αγιασμού (ανήμερα των Φώτων) πρέπει, κατά την κρητική παράδοση (όχι την εκκλησιαστική), όλοι να φάνε κρέας για να τιμήσουν την εορτή και, αν κάποιος είναι φτωχός και δεν έχει, να δακάσει το δαχτύλι ντου και να πιπιλήσει μια σταλέ αίμα.
2. Ο έμψυχος κόσμος
Ο κόσμος, όπως τον φανταζόταν ο παραδοσιακός μας άνθρωπος (από την αρχαιότητα ίσαμε τη σύγχρονη εποχή), ήταν ένας κόσμος εμψυχωμένος από θεϊκά και δαιμονικά πνεύματα: αγίους, αγγέλους, δαιμόνους (μακριά από μας, έλεγε πάντα ο παλιός Κρητικός όταν τους ανέφερε), καθώς και νεράιδες κ.τ.λ..
Οι καρακατζόληδες
Τα Χριστόγεννα ήταν μια εποχή κρίσιμη για την επαφή ανάμεσα στον ορατό κόσμο και τον αόρατο [άλλη μια τέτοια εποχή είναι από την Κυριακή του Πάσχα ώς την ημέρα τση Γονοκλισάς (Πεντηκοστή), οπότε, κατά το θρύλο, οι ψυχές των αποθαμένω περπατούνε στον απάνω κόσμο –χωρίς όμως να γίνονται φαντάσματα και να τις βλέπουν οι ζωντανοί, οι οποίοι απλώς πρέπει τότε να προσεύχονται περισσότερο για τους νεκρους τους]. Ήταν τόσο κρίσιμη περίοδος γιατί, εκτός από το ότι εβγήκε κι επορπάτηξεν ο Κύριος στον κόσμο (όπως αναφέρουν τα κάλαντα), τότε βγαίνουν οι καρακατζόληδες ή καρκατσόλοι (καλικάντζαροι), αρχαία δαιμόνια σχετικά με τα φαντάσματα των νεκρών ή με τις ξωτικές δυνάμεις του χειμώνα, που πήραν περίπου χριστιανικό περιεχόμενο και αντίστοιχά τους υπάρχουν σ’ όλους του ευρωπαϊκούς λαούς.
Στην Κρήτη δεν καταγράφεται, απ’ όσο ξέρω, η δοξασία άλλων περιοχών της Ελλάδας ότι οι καλικάντζαροι ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης πριονίζοντας (ή ροκανίζοντας) το μεγάλο δέντρο που βαστάει και στηρίζει τον κόσμο (το οποίο ξαναθρέφεται όσο τα παγανά τούτα κυκλοφορούν ανάμεσά μας κι έτσι δεν πέφτει ποτέ). Η κρητική άποψη για τα καρακατζόλια είναι ότι τα παιδιά που γεννιούνται την ημέρα τω Χριστουγέννω (άρα έχουνε συλληφθεί την ημέρα του Ευαγγελισμού, που καλό είναι, από σεβασμό στην Παναγία, να αποφεύγει κανείς την ερωτική πράξη) μεταμορφώνονται σε καρακατζόληδες κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων και, την ημέρα τ’ Αγιασμού (όπου ο καθαγιασμός της φύσης διώχνει όλα τα κακά –αρχαία δοξασία κι αυτό), ξαναγίνονται άνθρωποι –αυτό συνεχίζεται κι όταν μεγαλώνουν.
[Για τους καλικάντζαρους βλ. τα σχετικά κεφάλαια στο κλασικό δίτομο έργο του Νικολάου Πολίτη Παραδόσεις (με πολλές ερμηνείες, σχόλια, διηγήσεις από όλη την Ελλάδα), καθώς και το βιβλίο της Ευαγγελίας Κ. Φραγκάκι Συμβολή στα Λαογραφικά της Κρήτης].
Τα ζώα που μιλούνε – ο καθαγιασμός του νερού
Εξάλλου τη νύχτα της παραμονής τ’ Αγιασμού, κατά την κρητική παράδοση, τα ζώα μιλούνε, αλλά ο άνθρωπος που θα κρυφτεί, από αυθάδη περιέργεια, για να τ’ ακούσει, μένει ανάπηρος ή κάποια άλλη συμφορά παθαίνει (οι αρχαίοι θα έλεγαν ότι διέπραξε ύβριν, θέλησε δηλαδή να μπει στο χώρο του θεϊκού).
Τέλος, πρέπει να πούμε ότι το νερό, κατά τους παππούδες μας (αρχαία δοξασία κι αυτό), δεν είναι ακίνδυνο αλλά κατοικείται από επικίνδυνα πνεύματα με νεραϊδική φύση (δηλαδή δαιμονική, γιατί οι νεράιδες στις ελληνικές παραδόσεις είναι μόνο κακά πνεύματα). Γι’ αυτό π.χ. αν κάποιος βρει νερό σε γούρνα τη νύχτα και θέλει να πιει, πρέπει να το αναταράξει πρώτα με το χέρι του για να «ξυπνήσει» το νερό και να μην αγριέψουν οι μυστηριώδεις κάτοικοί του.
Έτσι, η μετατροπή του σε αγίασμα την ημέρα των Φώτων, εκτός από τον εξορκισμό των καλικαντζάρων, εξορκίζει και αυτά τα πνεύματα και ευλογεί το νερό.
Ένα σχόλιο
Η δεισιδαιμονία αυτή των απλών παλαιών ανθρώπων (ένδειξη αθωότητας) δεν υπήρχε βέβαια σε όλους. Πολλοί όχι μόνο δεν πίστευαν στα «πνευματικά», αλλά και χρησιμοποιούσαν το φόβο των υπόλοιπων για να κάνουν τη νύχτα την ύποπτη δουλειά τους (να κλέψουν, ν’ απομακρύνουν τους περαστικούς από το περβόλι τους, να πάνε ανενόχλητοι στο σπίτι της αγαπημένης τους ή και απλώς να σπάσουν πλάκα). Ωστόσο, γενικά η κοσμοεικόνα αυτή αποδεικνύει την ιδέα του παλαιού ανθρώπου ότι ο ίδιος είναι μέρος της φύσης και ότι όλα τα πλάσματα και τα πράγμα τα έχουν ψυχή και προσωπικότητα που πρέπει να γίνεται σεβαστή, όχι να τα εκμεταλλευόμαστε μέχρις εσχάτων για το οικονομικό κέρδος μας.
Για τον παλαιό άνθρωπο (όχι για όλους, αλλά για τους φρόνιμους και γνωστικούς, δηλαδή τους συνετούς και σοφούς) έπρεπε να φερόμαστε στα ζώα και στα δέντρα, αλλά και στα σπίτια ακόμη, με αγάπη και ευγνωμοσύνη και κάθε οικολογική καταστροφή (συνέπεια της απληστίας μας) θα ήταν όχι απλώς απαράδεκτη, αλλά και αμαρτία, γιατί θα σήμαινε βλασφημία προς την Κτίση και το Δημιουργό της, το Θεό.
3. Ανθρωπος και φύση
Αυτή η οικολογική συνείδηση του παλαιού ανθρώπου (που υπήρχε σε όλους τους λαούς μέχρι που ο σύγχρονος πολιτισμός, μαζί με τα θετικά που αναμφίβολα έχει, έφερε και την αντίληψη της εκμετάλλευσης της φύσης) είναι η τρίτη διαφορά ανάμεσα στα παραδοσιακά Χριστούγεννα και τα σύγχρονα. Τα Χριστούγεννα εκείνα εορτάζονταν με έθιμα σχετικά με τη γη, την παραγωγή και γενικά τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Τα κάλαντα
Τα κάλαντα (αρχαίο έθιμο σχετικό με την αρχή του χρόνου), κάλαντρα στην κρητική διάλεκτο, είναι τραγούδια που, με αφορμή το θρησκευτικό περιεχόμενο της εορτής, ζητουν φιλοδωρήματα για τους τραγουδιστές, τους καλαντράδες. Η βάση των παραδοσιακών καλάντων σε όλη την Ελλάδα είναι κοινή: αφού λένε για την εορτή, περνάνε στα παινέματα (επαίνους) για το νοικοκύρη, την «κερά», το γιο και τη θυγατέρα, με στίχους που είναι ένας ποταμός από εικόνες εκπληκτικής ομορφιάς, γεμάτες όμορφες κοπελιές, ξομπλιαστές, υφαντά, γραμματικούς με χρυσά κοντύλια (μολύβια), σπαθιά και ευαγγέλια κ.λ.π. (που τα σημερινά παιδιά της πολυκατοικίας και της τηλεόρασης, χωρίς να φταίνε βέβαια τα ίδια, μάλλον δεν θα τα καταλάβαιναν καν), και καταλήγουν στα δοσίματα: γ-ή απάκι γ-ή λουκάνικο γ-ή από λαγού κομμάτι, γ-ή από τη μαύρη όρνιθα κιανένα-ν-αβγουλάκι, κι αν είν’ κι απού τη γαλανή (άσπρη) ας είν’ και ζευγαράκι (δύο αβγά). Κι απού το λαδοπίθαρο κιαμια οκά λαδάκι, κι αν είν’ και περισσότερο, κρατούμε μεις τ’ ασκάκι (να το βάλουμε)…
Όχι εφετζίδικα δώρα, όχι εμπορεύματα, αλλά είδη πρώτης ανάγκης!
Κάλαντα λέμε την παραμονή τω Χριστουγέννω, την παραμονή τ’ άη Βασιλειού και την παραμονή τ’ Αγιασμού. Ειδικά κάλαντα υπήρχαν και για το Σαββάτο του Λαζάρου, καθώς και για την πρώτη του Μάρτη (αρχαία πρωτοχρονιά), αλλά σπάνια τα συναντούσες στην Κρήτη ήδη από αρκετά χρόνια.
[Πανέμορφα κρητικά κάλαντα βλ. στο βιβλίο του Σταμάτη Αποστολάκη Ριζίτικα – Τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, εκδ. Γνώσεις 1995. Επίσης ηχογράφηση στο δίσκο του Κ. Μουντάκη «Έτσι Τραγουδάει η Κρήτη, νο 1» και σε ειδικό δίσκο της Δόμνας Σαμίου με κάλαντα από όλη την Ελλάδα.]
Τα χοιροσφάγια
Την παραμονή των Χριστουγέννων στα χωριά της Κρήτης εσφάζανε τσι χοίρους (αρχαία χοιροσφάγια), αναθρεμμένους από τον κάθε νοικοκύρη κυρίως με βελάνια (βελανίδια) και χουμά (τον ορρό του γάλακτος που μένει από την τυροκόμηση, μέσα στο οποίο όμως ρίχνανε και λάδια που έμεναν στα τσικάλια κι έτσι ο χουμάς γινόταν ζουμί –ένα ιδιαίτερα θρεπτικό μίγμα για πόση). Από το χοιρινό κρέας παρασκευάζονταν οματές (ή, στην ανατολική Κρήτη, ομαθιές), τσιλαδιά (με τη χοιροκεφαλή, η λεγόμενη πηχτή), απάκια (λουρίδες ψαχνού κρέατος καπνισμένες στο τζάκι, συχνά με φασκομηλιές και άλλα μυρωδικά βότανα), λουκάνικα, σύγλινα (κομμάτια κρέας μισοβρασμένα και αποθηκευμένα σε κουρούπι (κιούπι) μαζί με τη γλίνα (το λίπος) που τα βοηθούσε να διατηρηθούν πολλούς μήνες –μετά γίνονταν σφουγγάτο (ομελέτα) ή μαγειρεύονταν με πατάτες κ.λ.π.. Στα Χανιά όμως σύγλινα λένε τ’ απάκια) κ.λ.π.
Το χοιρινό κρέας ήταν εξαιρετικά σημαντικό, ιδίως γιατί μπορούσε να αποθηκευτεί εφοδιάζοντας την οικογένεια με κρέας για πολύν καιρό. Επίσης «έκανε δυο φαητά», αφού έβγαζε πολύ λάδι (από το λίπος που έλιωνε κατά το μαγείρεμα) με το οποίο μαγείρευαν έπειτα χόρτα ή πατάτες κάνοντάς τα νοστιμότερα.
Υπ’ όψιν ότι ο χοίρος είναι θεριό, άγριο, δυνατό και επικίνδυνο, και, συνεπώς, ήταν πολύ δύσκολο να σφαγεί, κυρίως αν ήταν μεγάλος –και έπρεπε να είναι αρκετά μεγάλος, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω. Το σφάξιμό του ήταν δουλειά πολλών αντρών μαζί, που τον κρατούσαν και ένας, έμπειρος, του κάθιζε τη μαχαιρέ σε συγκεκριμένο σημείο στο λαιμό, για να πεθάνει ακαριαία –αλλιώς μπορεί και να έφευγε με το μαχαίρι καρφωμένο στο λαιμό του και αλίμονο σε όποιον του αντιστεκόταν!
Οι κραυγές του χοίρου που σφάζεται είναι κάτι φρικιαστικό. Ο οπλαρχηγός του 1866 Ιωάννης Αναγνώστης Κατσαντώνης από το χωριό Ανω Μέρος της επαρχίας Αμαρίου, γέρος πια (αρχές του εικοστού αιώνα), έφευγε από το χωριό όταν έσφαζαν τους χοίρους, γιατί οι σκληρές τωνε (οι κραυγές τους) του θύμιζαν, όπως έλεγε, τα ουρλιαχτά των χριστιανών όταν τους έσφαζαν οι Τούρκοι.
Σύμφωνα με δοξασία καταγεγραμμένη στο χωριό Αποδούλου του νομού Ρεθύμνης, την παραμονή της σφαγής του ο χοίρος θωρεί μέσα στο χουμά ντου ένα μαχαίρι (βλέπει ένα μαχαίρι μέσα στο ζουμί που θα πει) και καταλαβαίνει ότι πλησιάζει το τέλος του. Έτσι, περνάει την τελευταία νύχτα του λυπημένος και περιμένοντας το θάνατο από το αφεντικό του που τόσον καιρό τον τάιζε και τον μεγάλωνε (χαρακτηριστική αυτή η δοξασία για το σεβασμό του παλαιού ανθρώπου προς το ζώο, άσχετα αν από ανάγκη το έσφαζε και τρεφόταν μ’ αυτό –συγκρίνετε αυτή τη νοοτροπία με τη νοοτροπία του σύγχρονου χοιροστάσιου).
Η βασιλόπιτα
Αρχαίο έθιμο είναι και η βασιλόπιτα, προερχόμενη από τα ρωμαϊκά σατουρνάλια [τις γιορτές του Κρόνου (=Χρόνου)] ή, κατά τη χριστιανική παράδοση, από το θαύμα του αγίου Βασιλείου για την επιστροφή μέσα σε πίτες των κοσμημάτων που έδωσαν για την πληρωμή των φόρων οι κάτοικοι της Καισάρειας (βλ. πάλι στο βιβλίο του Δ. Λουκάτου Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών, σελ. 124-133).
Ο τρόπος της ετοιμασίας της, αλλά και το τελετουργικό της κοπής της στο οικογενειακό τραπέζι (μιλήσαμε παραπάνω γι’ αυτό) συνέβαλλε στην ενότητα της οικογένειας και την αρμονία με τη φύση (την έφτιαχναν από το στάρι που είχαν σπείρει οι ίδιοι, το στάρι που είναι η βάση της ανθρώπινης τροφής και γι’ αυτό συνδέεται και με τόσους θρησκευτικούς συμβολισμούς, αφού γίνεται Σώμα και Αίμα του Χριστού στη Θεία Μετάληψη, πρόσφορο, άρτος κ.τ.λ. –η Εκκλησία ευλογεί καθημερινά τα τρία σημαντικότερα τρόφιμα, «τον σίτον»=στάρι, «τον οίνον»=κρασί και «το έλαιον»=λάδι).
Τα φωτοκόλλυβα
Την παραμονή τ’ Αγιασμού παρασκευάζονταν τα φωτοκόλλυβα [«κόλλυβα» (=βρασμένο στάρι) των Φώτων], νηστίσιμο φαγητό από στάρι, φασούλια, φάβα και άλλα μαγερέματα (όσπρια), από τα οποία έτρωγαν χωρίς λάδι και οι άνθρωποι (επειδή, όπως είπαμε, προετοιμάζονταν να πιουν Μεγάλο Αγιασμό) και τα ζώα του σπιτιού, ιδίως οι όρθες (κότες) και τα ζευτικά (βόδια), γιατί κι αυτά, που είναι οι πολύτιμοι βοηθοί τ’ αθρώπου, έχουν το δικαίωμα να απολαύσουν το μαξούλι (το προϊόν της γης). «Ο Θεός του βουγιού (του βοδιού) είναι ο άθρωπος», έλεγαν οι παλιοί (γιατί από τον άνθρωπο εξαρτάται η επιβίωση του οικόσιτου ζώου), γι’ αυτό ο άνθρωπος έχει ευθύνη απέναντι στα ζώα του νοικοκυριού του –και ανάλογα με το πώς θα τους φερθεί θα ’ναι κι η χρονιά που τον περιμένει, καλή ή κακή!
Προσέξτε και τούτο: κατά την κρητική παράδοση, όταν γεννήθηκε ο Χριστός (στο στάβλο, την κρύα νύχτα), τα πρόβατα πλησίασαν και τον ζέσταναν με την ανάσα τους, ενώ οι αίγες (οι κατσίκες), αντίδικες (άγριες και επιθετικές) όπως πάντα, πήγαν να τον κουτουλήσουν με τα κέρατά τους! Γι’ αυτό (έλεγαν οι γιαγιάδες) η Παναγία, παραπονεμένη, ευλόγησε τα πρόβατα και καταρίστηκε των αιγώ (καταράστηκε τις κατσίκες). Από τότε η ουρά των προβάτων πάει προς τα κάτω, για να τα προστατεύει από το κρύο, ενώ των κατσικιών προς τα πάνω, αφήνοντας τα οπίσθιά τους εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες…
Σημείωση: Τα ελάχιστα λαογραφικά που σταχυολογήσαμε, περισσότερο από προφορικές διηγήσεις και πολύ λιγότερο από βιβλία, προέρχονται κυρίως από το νομό Ρεθύμνης και μάλιστα από την επαρχία Αμαρίου. Οι αναγνώστες μας μπορούν να συμπληρώσουν τις πληροφορίες αυτές στέλνοντάς μας με το όνομά τους (ή, αν το προτιμούν, ανώνυμα) στοιχεία από τον τόπο της ιδιαίτερης καταγωγής τους.
Για όλα τα θέματα που αναφέρουμε μπορείτε να βρείτε πληροφορίες σε πολλές λαογραφικές συλλογές, σε βιβλιοθήκες της Ελλάδας και τους εξωτερικού. Εμείς παραπέμπουμε δειγματοληπτικά σε λίγα βιβλία, όσα έχουμε αυτή τη στιγμή πρόχειρα στη μνήμη μας. Ελπίζουμε να μας δοθεί η ευκαιρία και ο χρόνος στο μέλλον να δημοσιεύσουμε μια κάπως πληρέστερη βιβλιογραφία της κρητικής λαογραφίας, τουλάχιστον για το θέμα που μας απασχολεί σ’ αυτό το άρθρο.
Πηγή: rethemnos
-
ΚΡΉΤΗ3 ημέρες πριν
Οι «κούπες» της Κρήτης και το τίμημα της ανευθυνότητας
-
ΕΛΛΑΔΑ2 ημέρες πριν
Οικογενειακή τραγωδία: Θρήνος για τον 20χρονο Άκη – Εγκεφαλικά νεκρή η 17χρονη αδερφή του
-
ΚΟΙΝΩΝΙΑ23 ώρες πριν
Παπαδιά για τον ιερέα σύζυγό της που ντυνόταν με γυναικεία ρούχα: «Ήξερα το πάθος του, είναι μπερδεμένος»
-
PLUS +2 ημέρες πριν
“Μου δίνουν αμύθητα ποσά από την Κρήτη για να καταστρέψουν την πατέντα με το αγριέλαιο που πιάνει 600 ευρώ το κιλό”