Με χίλιους κόπους και με πείσμα μεγάλο βάλθηκε να συντηρήσει το πατρογονικό του σπίτι και να του ξαναδώσει την παλιά του όψη. Το όνομά του, «Αμαδόλακκος» (στην ταμπέλα του μαγαζιού ο καλλιτέχνης από λάθος έγραψε Αμαδόλακκας): το μαγαζί βρίσκεται σε σημείο όπου άλλοτε ήταν ένας μεγάλος χωμάτινος λάκκος και οι παλιοί έπαιζαν το παιχνίδι «αμάδες», ένα πανάρχαιο είδος μπόουλινγκ στο χώμα. «Άνοιξα το καφενεδάκι σχεδόν για την πλάκα μου», λέει γελώντας ο Νίκος, «για να μαζευόμαστε οι φίλοι, να πίνουμε τον καφέ μας, να τρώμε έναν μεζέ και να περνά η ώρα μας».
Σιγά σιγά, χωρίς ο ίδιος να το πολυκαταλάβει, το καφενεδάκι εξελίχθηκε σε αυτό που είναι τώρα, πάντα με ωραία μεζεδάκια της ντόπιας κουζίνας και με πρώτες ύλες κατά 80% από τα ιδιοπαραγόμενα της οικογένειας. Σύντομα η φήμη του καφενείου και των μεζέδων του έφτασε μέχρι τις πόλεις του Ρεθύμνου και των Χανίων, από όπου έρχεται και το μεγαλύτερο μέρος των θαμώνων. Πολύτιμο στηριγμά του από την πρώτη στιγμή ήταν η μητέρα του, Κατερίνα, που του έμαθε πολλά μυστικά της ντόπιας κουζίνας (είναι φημισμένη για τα κοκκινιστά και τα μαγειρευτά της).
Τώρα πια, λόγω ηλικίας, η κυρία Κατερίνα ξεκουράζεται σπίτι της, αλλά τα καλοκαίρια συνεχίζει να φτιάχνει τα περίφημα ντολμαδάκια της που σερβίρει ο Νίκος στον καφενέ του, όπως και το βραστό αρνί με πιλάφι που ετοιμάζεται για μεγάλες παρέες και μόνο κατά παραγγελία. «Βλέπω τον θαμώνα σαν φιλοξενούμενο στο σπίτι μου που τον φιλεύω το σπιτικό μου φαγητό, και αυτό βέβαια με γεμίζει άγχος, γιατί θέλω να μένει πάντα ικανοποιημένος», εξηγεί ο Νίκος καθώς μας ξεναγεί λίγο αργότερα στα μποστάνια του με τα κηπευτικά. Καλλιεργεί από φασόλια μαυρομάτικα, μπαρμπουνοφάσουλα και «μπαρμπουνοζαργάνες» μέχρι πιπεριές κάθε είδους, μελιτζάνες, κολοκύθια, μυρωδικά, πατάτες, αγγουράκια και ντομάτες κάθε λογής, όπως πομοντόρι και βελανίδι. Καλλιεργεί επίσης ροδιές, ελιές, αμπέλια, μάνγκο. Τριγύρω κυκλοφορούν ελεύθερες καμιά σαρανταριά κότες που του δίνουν καθημερινά αυγά, ενώ εκτρέφει και κοτόπουλα, κουνέλια και γαλοπούλες. Αν χρειαστεί κάτι επιπλέον, το προμηθεύεται από φίλους του βιοκαλλιεργητές.
Οι μεζέδες του είναι λοιπόν καθαρά εποχικοί και με την έμπνευση της ημέρας. Λίγα πράγματα, αλλά καλοφτιαγμένα, μερακλίδικα και φροντισμένα στη λεπτομέρειά τους. Κατά καιρούς μπορεί να πειραματιστεί με κάτι καινούργιο, όπως αυτό που σερβίρει σαν πρώτο κέρασμα στους πελάτες: μια πίτα σαν σφακιανή που περιέχει κρητική γραβιέρα, σκόρδο και… παρμεζάνα.
Τα καλοκαίρια βγάζει τραπέζια και καρέκλες στον εξώστη με την ωραία θέα και την ανακουφιστική δροσιά κάτω από τις μουρνιές (μουριές). Εκεί έχει στήσει και την ψησταριά του για τα απαραίτητα κρεατικά, όπως κουνέλι, παϊδάκια, σπληνάντερο χειροποίητο και χοιρινό κότσι στα κάρβουνα. Τα άλλα μεζεδάκια τα ετοιμάζει στην παλιά κουζίνα του σπιτιού του με τους ασπρισμένους τοίχους, τα παμπάλαια κατσαρολικά και το παραγώνι με τα τσουκάλια. Τα λαδερά τα σερβίρει (αν περισσέψουν!) και την επόμενη μέρα, ενημερώνοντας τον πελάτη ότι είναι χθεσινά. Φυσικά το δέχονται όλοι, αφού έτσι κι αλλιώς είναι ακόμα πιο νόστιμα κρύα. Κάθε φορά που τελειώνει η εποχή ενός κηπευτικού ή ακόμα και των κρεατικών που εκτρέφει, απλώς σταματάει να το σερβίρει. «Του χρόνου πάλι!» λέει στους θαμώνες του και συμπληρώνει πως το αποδέχονται απολύτως και προσαρμόζονται στην εποχικότητα που προσφέρει ο καφενές του.
«Με τα χρόνια έχω αποκτήσει μια καλή πελατεία, αυτή δηλαδή που ανεξάρτητα από την οικονομική της άνεση σέβεται τη δουλειά μου και εκτιμά τον κόπο που βάζω», λέει ο Νίκος. «Δεν ψάχνω κάτι παραπάνω, είμαι καλά έτσι όπως είμαι με αυτά που μπορώ να ανταποκριθώ από την πρώτη ύλη μου. Αυτό που προσφέρω στον θαμώνα είναι έναν ωραίο σπιτικό μεζέ, απόλυτη ηρεμία στη φύση κι έναν καλό λόγο να τον κάνω να ξεχαστεί και να αδειάσει ο νους του».