Διαφήμιση

Χωρίς κατηγορία

Πώς έκρυψαν τα αγάλματα παραμονή του πολέμου

Δημοσιεύτηκε

στις

[ss_social_share shape="rectangle" size="small"]
Διαφήμιση
Γνωστή ως «η απόκρυψη των αγαλμάτων», η μεγάλη επιχείρηση που έγινε συντεταγμένα από το ελληνικό κράτος αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, αποτελεί μια κορυφαία πράξη της ελληνικής αρχαιολογίας.

Με ταχύτητα, με σύστημα, μεθοδικά, με τάξη και με απόλυτη τήρηση διαδικασιών και πρακτικών, οι αρχαιολόγοι και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, φρόντισαν να κρύψουν σε σπηλιές, πηγάδια, στο χώμα, ή ακόμα και κάτω από τα δάπεδα των μουσείων, χιλιάδες ευρήματα που σώθηκαν με αυτό τον τρόπο από τις αρπαγές των κατακτητών.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με ιστορική πορεία παράλληλη με εκείνη του σύγχρονου ελληνικού κράτους, τιμά την επέτειο των 150 χρόνων από τη θεμελίωσή του, θυμίζοντας τον αντίκτυπο σημαντικών ιστορικών γεγονότων στην καθημερινή του λειτουργία. Στη Φωτογραφική Έκθεση που έχει διοργανώσει στο εσωτερικό Αίθριο-Καφέ, με τίτλο «Από την κατάχωση των μνημείων στην ανάδυση της μνήμης» και υλικό από το πλούσιο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου, παρουσιάζεται, ακριβώς, το έργο της απόκρυψης και προστασίας των αρχαιοτήτων του Μουσείου στις παραμονές της Κατοχής (1940-1941). Η διάρκεια της έκθεσης είναι ως τις 8 Δεκεμβρίου.
Το εξαιρετικά εύγλωττο φωτογραφικό υλικό παρουσιάζει μεγάλες στιγμές από την απόκρυψη των αγαλμάτων. Μεγάλα γλυπτά, μετακινήθηκαν με προσοχή από τη θέση τους και τοποθετήθηκαν κάτω από τα δάπεδα του μουσείου, σκεπάστηκαν και πάλι με χώμα και κατόπιν τα δάπεδα έκλεισαν και πάλι, φυλάγοντας το μυστικό μέχρι το τέλος. Κανείς δεν μαρτύρησε πού κρύβονταν τα αγάλματα, αν και οι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν κίνδυνο ακόμα και της ζωής τους. Όταν τους ρωτούσαν οι κατακτητές πού βρίσκονται, απαντούσαν σιβυλλικά «στη γη».
Επίσης, όταν οι Γερμανοί ζητούσαν να ανασυρθούν από τις άγνωστες για εκείνους κρύπτες και να γίνουν εκθέσεις, οι Έλληνες ηρωικοί υπάλληλοι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου έλεγαν με θάρρος πως ο λαός πεινάει. Το φρόνημά του είναι πολύ πεσμένο, επομένως το τελευταίο που επιθυμεί είναι οι αρχαιολογικές εκθέσεις. Οι δικαιολογίες, παραδόξως, φύλαξαν και τους ανθρώπους και τις αρχαιότητες σώους και αβλαβείς.

Η προετοιμασία

Πριν ακόμη φθάσουν τα σύννεφα του πολέμου στην Ελλάδα, ο κρατικός μηχανισμός ετοιμαζόταν σε διάφορα επίπεδα για το πολύ πιθανό ενδεχόμενο εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο. Έτσι όταν επίσημα την 28η Οκτωβρίου του 1940 η Ελλάδα σήκωνε το γάντι που της είχε πετάξει η φασιστική Ιταλία το σχέδιο που είχε καλά προετοιμαστεί έμπαινε σε εφαρμογή. Τον Νοέμβριο και του Δεκέμβριο του 1940 μέσω μίας γενικής εντολής με αποδέκτες όλα τα ελληνικά μουσεία δόθηκαν οδηγίες για την φύλαξη, προστασία, απόκρυψη και κατάχωση των αρχαιοτήτων.

Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μόλις είχε ολοκληρωθεί η δεύτερη προέκταση της ανατολικής του πτέρυγας (σ.σ. η πτέρυγα προς την οδό Μπουμπουλίνας). Αυτή η νέα πτέρυγα ήταν ιδανική για να εγκιβωτιστούν και να κρυφτούν αρχαιότητες. Μεγάλα γλυπτά ωστόσο, όπως ο Κούρος του Σουνίου, αποκρύφτηκαν σε ορύγματα στο δάπεδο του παλαιού μουσείου.

H Σέμνη Καρούζου, αρχαιολόγος και σύζυγος του τότε Διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου, Χρήστου Καρούζου, αναφέρει στις σημειώσεις της ότι οι εργασίες ξεκινούσαν πριν από την δύση του φεγγαριού και τελείωναν την νύχτα της άλλης ημέρας. Δηλαδή με πολύ κόπο, ξενύχτι και μόχθο όσων δούλευαν στο μουσείο και όσων προσέφεραν την εργασία τους εθελοντικά.

Τέλη του 1940 – αρχές του 1941 το δάπεδο του παλαιού κτηρίου είχε σκαφτεί και σιγά σιγά οι αίθουσες άδειαζαν από εκθέματα τα οποία ανάλογα με τις οδηγίες συντήρησης που αποθήκευσης που είχαν δοθεί έπαιρναν θέση στις κρύπτες τους.

Το εμβληματικό άγαλμα του Ποσειδώνα ή του Δία του Αρτεμισίου, έργο του 5ου π.Χ. αιώνα, όπως και τα υπόλοιπα χάλκινα αγάλματα καλύφθηκαν με πισόχαρτα. Οι συντηρητές δούλευαν πάντα λύσεις στο μυαλό τους για να αποφευχθεί η φθορά από την υγρασία.

Γλυπτά που ήταν πιο ντελικάτα και με λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να καταστραφούν πιο εύκολα, όπως το ελληνιστικό γλυπτό της Αφροδίτης με τον Πάνα και τον Έρωτα, καλύφθηκαν με γύψο ώστε να υπάρξει ένα επιπλέον στρώμα προστασίας.

Πέρα από τον φόβο της αρχαιοκαπηλίας και της λεηλασίας έντονος ήταν και ο φόβος για καταστροφή των αρχαιοτήτων από βομβαρδισμούς. Για τον λόγο αυτό πέρα από τις όποιες πρόνοιες είχαν ληφθεί στο εσωτερικό των κτηρίων και οι προστασία τους και εξωτερικά.

Στην νέα πτέρυγα, εγκιβωτιάστηκαν και θάφτηκαν μικρά αντικείμενα (πήλινα, αγγεία, ειδώλια, αντικείμενα από γυαλί κ.α.). Τα κιβώτια που τα περιείχαν καλύφθηκαν με άμμο σε ύψος 3-4 μέτρων δίνοντας στις αίθουσες του μουσείου εικόνες όπως η πιο πάνω. Η λογική της κίνησης αυτής ήταν πέρα από την δυσχέρεια ανεύρεσης τους και η προστασία από αεροπορικές επιθέσεις ή από μάχες που μπορεί να δίνονταν στους χώρους γύρω από το Μουσείου (σ.σ. σε άλλη φωτογραφία που φιλοξενείται στην έκθεση φαίνονται ζημιές που έχει υποστεί το κτίριο του Μουσείου κατά την διάρκεια του Εμφυλίου).

Ο Αμφορέας του Διπύλου, το σημαντικότερο αγγείο της Γεωμετρικής Εποχής και ένα από τα πιο φημισμένα έργα της αρχαίας ελληνικής κεραμικής παίρνει την θέση του στο κιβώτιο και τον δρόμο για να βρεθεί και αυτό κάτω από τόνους χώμα. Ανάμεσα σε άλλους συνεργάτες τους διακρίνονται στα άκρα της φωτογραφίας ο ξυλουργός Οδυσσέας Μαγνήσαλης και η Άννα Σκλαβούνου εργαζόμενη ή ξεναγός στο Μουσείο.

Αναπάντητα ερωτήματα

Οι Γερμανοί αρχαιολόγοι, και όχι μόνο, ήταν γνώστες των θησαυρών που εκτίθονταν στα ελληνικά μουσεία. Παράλληλα είχαν ένα ευρύ δίκτυο κατασκόπων και καταδοτών που τους πληροφορούσαν με κινήσεις οι οποίες δεν ξέφευγαν του φυσιολογικού. Πως μία τέτοια γιγαντιαία εξαφάνιση τους διέφυγε;  Όπως αναφέρουν οι αρχαιολόγοι μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν καθώς δεν έχει υπάρξει κάποια ουσιαστική μελέτη στους φακέλους που υπάρχουν για την περίοδο εκείνη.

Σημαντικό ρόλο στο να μην έρθουν ξανά στην επιφάνεια έπαιξε η καθυστέρηση στις εργασίες αποχωμάτωσης. Είτε γιατί οι αρχαιολόγοι επικαλούνταν ότι δεν είναι ένα εύκολο έργο ώστε να κερδίσουν χρόνο είτε γιατί δεν ήταν στις προτεραιότητες των κατακτητών οι οποίοι πιστεύοντας ότι θα παραμείνουν για χρόνια απασχολούσαν το εργατικό δυναμικό που είχαν στην διάθεση τους σε πιο σημαντικές για την εδραίωση ή την επέκταση τους εργασίες.

Όπως και να έχει το έργο της αποχωμάτωσης αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρονοβόρο καθώς μετά την λήξη του πολέμου οι Έλληνες αρχαιολόγοι χρειάστηκαν πάνω από 2 χρόνια ώστε να επαναφέρουν το μουσείο στην πρότερη του κατάσταση.

Αν κάποιος πρέπει να κρατήσει κάτι από όλη αυτή την τιτάνια προσπάθεια είναι ότι μερικές ομάδες ανθρώπων σε όλη την Ελλάδα, καθώς αντίστοιχες καταστάσεις υπήρξαν σχεδόν σε όλα τα μουσεία της χώρας, δούλεψαν πέρα από τα ωράρια και τις αντοχές τους και με μόνο γνώμονα το εθνικό συμφέρον πέτυχαν. Τι πέτυχαν; να διασώσουν και διαφυλάξουν με τα πενιχρά μέσα που διέθεταν την πολιτιστική  κληρονομιά αυτού του τόπου αλλά και ένα θησαυρό της παγκόσμιας κληρονομιάς. Έργα που θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο διεκδικήσεων για επιστροφή σε παγκόσμια δικαστήρια συνεχίζουν να βρίσκονται και να εκτίθενται στα μουσεία της γης στην οποία δημιουργήθηκαν. Έστω και αν για τους περισσότερους  από αυτούς είναι ήδη αργά οφείλουμε να τους πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ.

Η καταγραφή των αρχαιοτήτων

Τόσες δεκαετίες μετά, η Ελλάδα ακόμα δεν έχει βρει άκρη ως προς το πόσες αρχαιότητές της εκλάπησαν ή καταστράφηκαν από τα γερμανικά, τα  ιταλικά και τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Είναι από εκείνα που οι Έλληνες δεν πρόλαβαν να κρύψουν. Στην αρχαιολογική υπηρεσία δεν υπάρχει κάποια διεύθυνση ή, έστω τμήμα ή υπάλληλος, που να γνωρίζει τι ακριβώς από όσα έχει καταγραφεί πως άρπαξαν τα στρατεύματα κατοχής έχει επιστρέψει, και τι όχι. Η αναζήτηση έχει, επομένως, σταματήσει και δεν γίνεται καμία προσπάθεια για αποζημιώσεις, αφού λείπει η τεκμηρίωση.
Ο ακριβής αριθμός δεν είναι το μόνο που αγνοεί η Ελλάδα. Εκατοντάδες αρχαιότητες που διαρπάγησαν από τους κατοχικούς στρατούς, δεν γνωρίζουμε καν σε ποιων την κατοχή βρίσκονται. Ως λάφυρα πολέμου κατασχέθηκαν από τους αντιπάλους  ή πωλήθηκαν από τους στρατιώτες κατά παράβαση κάθε διεθνούς έννοιας δικαίου.
Αλλά και από τα καταγεγραμμένα, δεν γνωρίζουμε τι από όσα οι αρχαιολόγοι  εκείνης της εποχής μαρτυρούν, έχει επιστραφεί. Τόσα χρόνια μετά, ουδείς εκ των αρχαιολόγων, αρχαιοφυλάκων, συντηρητών κλπ που προστάτεψαν με κίνδυνο της ζωής τους τις αρχαιότητες ή έκαναν τις καταγραφές κλοπών, καταστροφών, λαθρανασκαφών, βρίσκεται πλέον εν ζωή ώστε να υπάρξει νέα μαρτυρία.
Εξήντα εννέα χρόνια μετά την αναχώρηση των στρατευμάτων  κατοχής από την Ελλάδα, το 2013, η γενική διεύθυνση αρχαιοτήτων ζήτησε την καταγραφή όλων όσα είχαν κλαπεί τότε από μουσεία και αρχαιολογικές αποθήκες και χώρους. Το αποτέλεσμα ήταν περίπου ανύπαρκτο, αφού δεν εντοπίστηκε υλικό που να επιτρέπει την αντιπαραβολή.
Η μοναδική  τεκμηριωμένη και αρκετά αναλυτική έκθεση εκδόθηκε το 1946 από το τότε υπουργείο Παιδείας, με τίτλο «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής». Την έρευνα έκαναν  οι σπουδαίοι αρχαιολόγοι  Χρήστος Καρούζος, Ιωάννης  Μηλιάδης, Γρηγόριος Ανδρουτσόπουλος, Νικόλαος Ζαφειρόπουλος,  Μαρίνος  Καλλιγάς.  Ο  υπουργός Α. Παπαδήμος διευκρίνιζε πάντως στον πρόλογό του, ότι ο κατάλογος δεν  ήταν πλήρης,  καθώς η  έρευνα δεν είχε περιλάβει  όλη την επικράτεια, λόγω  ελλείψεως προσωπικού. Για την επιστροφή τους μετέβησαν στην αλλοδαπή (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Ιταλία, Αυστρία), μεταπολεμικώς, πολλοί Έλληνες αρχαιολόγοι. Τα αποτελέσματα όμως ήταν πενιχρά. Δεν έχουν εντοπισθεί παρά ελάχιστα, ακόμη και από δημοσιευμένα αρχαία,  και, κυρίως, δεν είναι γνωστά όλα τα κλαπέντα, καθώς δεν υπήρχαν τότε περιγραφές.
Ο  ακαδημαϊκός  Βασίλειος Πετράκος, γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών  και  της Αρχαιολογικής Εταιρείας αλλά  και συγγραφέας του βιβλίου «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944» έχει επανειλημμένως πει ότι σχεδόν το σύνολο αυτών των αρχαίων έχει επιστραφεί.
Η  χειρότερη είναι η περίπτωση των λαθραίων ανασκαφών, τα ευρήματα των οποίων είναι παντελώς ακατάγραφα,  άρα είναι αδύνατον να εντοπισθούν και να ζητηθούν πίσω . Εκτός αν εκείνοι που τα κατέχουν τα επιστρέψουν οικειοθελώς. Όπως  έγινε  με 4.800  νεολιθικά όστρακα, προϊόν γερμανικής, παράνομης ανασκαφής   σε  μαγούλα της  Θεσσαλίας  κοντά στον Βόλο. Το  σύνολο εντοπίσθηκε  στο Pfahlbaumuseum της Γερμανίας  από τον διευθυντή του,  που το 2010 ενημέρωσε το  ελληνικό υπουργείο  Πολιτισμού.
Η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών ολοκληρώνει τις διαδικασίες επαναπατρισμού αρχαιολογικού υλικού (δεκάδων χιλιάδων οστράκων νεολιθικής περιόδου), τα οποία εξήχθησαν παρανόμως από την Ελλάδα στην διάρκεια της Κατοχής.
Το 2010 η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών ενημερώθηκε από τον επιστημονικό υπεύθυνο του ιδρύματος ότι στο  μουσείο Pfahlbaumuseum φυλάσσονται αρχαιότητες προερχόμενες από την παράνομη ανασκαφή νεολιθικού οικισμού στη Θεσσαλία η οποία διεξήχθη κατά τη διάρκεια της Κατοχής από τους Γερμανούς.
Πηγή: Αντ. Καρατάσου, Liberal , News247

Διαβάστε περισσότερα Ανασκαφή: Πώς έκρυψαν τα αγάλματα παραμονή του πολέμου http://anaskafi.blogspot.com/2016/10/blog-post_54.html#ixzz4OSSUWoBV

Διαφήμιση
Διαφήμιση

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΣΧΟΛΙΑ

Το Daynight.gr σέβεται απόλυτα το δικαίωμα σας στην ελεύθερη γνώμη στο πλαίσιο πάντα ενός κόσμιου διαλόγου. Τα σχόλια που ακολουθούν εκφράζουν και απηχούν αποκλειστικά τον αναγνώστη/ρια και το Daynight.gr διατητηρεί το δικαίωμα να μην αναρτά ή/και να διαγράφει απρεπή, υβριστικά και διαφημιστικά σχόλια.

[gs-fb-comments]
Exit mobile version