Κόσμος
Κορονοϊός: Πώς η κινεζική λογοκρισία «κουκούλωσε» την έκρηξη της επιδημίας
Ο Σον Γιουάν είναι δημοσιογράφος και φωτορεπόρτερ. Ειδικεύεται σε θέματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Μέση Ανατολή και την Κίνα. Παλαιότεροι συνάδελφοί του τον είχαν συμβουλεύσει να καλύπτει την κινεζική ειδησεογραφία «όπως το κάνει κάποιος στο Snapchat». Αυτό που εννοούσαν ήταν να κρατά screenshot, δηλαδή φωτογραφίες από το εκάστοτε δημοσίευμα, όπως εμφανιζόταν στην οθόνη του υπολογιστή ή του κινητού του τηλεφώνου. Κι αυτό διότι η άγρυπνη κρατική λογοκρισία σπεύδει να εξαφανίσει εν ριπή οφθαλμού οτιδήποτε δεν εξυπηρετεί το αφήγημα της κεντρικής εξουσίας.
Αυτό έγινε και με τον κορωνοϊό. Η μαρτυρία του Γιουάν τεκμηριώνει αυτό που η κινεζική κυβέρνηση επιμένει να αρνείται: Ότι ασκήθηκε άτεγκτη λογοκρισία σε ειδήσεις και αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η δυσφήμιση της χώρας και του καθεστώτος, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση έξαρσης της επιδημίας.
Εφαρμόζοντας πιστά τη συμβουλή περί screenshot, ο Σον Γιουάν αναφέρει ότι επί δυόμιση μήνες και έως πριν από λίγες ημέρες, απαθανάτιζε δημοσιεύσεις οι οποίες, ελάχιστο χρόνο μετά από την εμφάνισή τους, διαγράφονταν. Ο Γιουάν παρακολούθησε 40 μεγάλα ΜΜΕ και περίπου 60 χρήστες των τοπικών social media Weibo και WeChat. Από όσα είδε, υποθέτει ότι υπάρχουν αμέτρητοι λογαριασμοί οι οποίοι μπλοκαρίστηκαν από τους Κινέζους λογοκριτές.
Ιδού μερικά παραδείγματα φίμωσης των ενοχλητικών φωνών και πάση θυσία συγκάλυψης της πραγματικής κατάστασης:
Τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου, η προϊσταμένη νοσηλεύτρια στα Επείγοντα νοσοκομείου της Ουχάν -του αρχικού επίκεντρου της επιδημίας- έκανε δηλώσεις σε ένα κινεζικό περιοδικό. Αποκάλυπτε ότι πολλοί συνάδελφοί της ήταν στα πρόθυρα ψυχικής κατάρρευσης. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι «έχω στερέψει από δάκρυα και δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε πια να με κάνει να κλάψω». Το άρθρο στο οποίο περιλαμβανόταν η μαρτυρία της εν λόγω νοσοκόμας, εξαφανίστηκε λίγο μετά από τη δημοσίευσή του.
Την ίδια τύχη είχε άλλο ένα άρθρο, το οποίο είχε εμφανιστεί στις 4 Φεβρουαρίου στη σελίδα της China Business Journal. Ο τίτλος του είναι «Στην ουρά για μια κηδεία» και αναφερόταν στην οικτρή κατάσταση που επικρατούσε ήδη στα κρεματόρια της Ουχάν. Τα πτώματα ήταν τόσα πολλά, ώστε εγκαταλείπονταν στα νεκροτομεία των νοσοκομείων, συχνά για πολλές ημέρες.
Την 1η Φεβρουαρίου το οικονομικό περιοδικό Caijing αποκάλυψε ότι πολλοί άνθρωποι που παρουσίαζαν συμπτώματα μόλυνσης από τον κορωνοϊό δεν υποβάλλονταν σε τεστ διότι δεν υπήρχαν οι απαραίτητες συσκευές. Και εάν πήγαιναν σε κάποιο νοσοκομείο, τους έδιωχναν διότι δεν είχαν διαθέσιμα κρεβάτια για τη νοσηλεία τους. Στο ίδιο άρθρο γινόταν αναφορά σε αμέτρητους ασθενείς οι οποίοι είχαν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους και πέθαιναν αβοήθητοι στο σπίτι τους -οπότε οι θάνατοί τους δεν καταγράφηκαν ποτέ επισήμως. Επικαλούμενος πηγή από νοσοκομείο της Ουχάν, ο συντάκτης έγραψε ότι «80 στους 120 εμπύρετους ασθενείς είχαν και αναπνευστικά προβλήματα. Μόνο 5 όμως νοσηλεύονταν». Εξυπακούεται ότι το εν λόγω δημοσίευμα διαγράφηκε τάχιστα.
Τα «αγνοούμενα» ρεπορτάζ, οι εξαφανισμένες μαρτυρίες κ.λπ. ώθησε κάποιους χρήστες του Weibo στη δημιουργία ενός λογαριασμού για «Όλα αυτά που δεν καταγράφονται». Οι διαχειριστές απηύθηναν έκκληση στο κοινό να αναρτά εκεί οποιαδήποτε πληροφορία υπέπιπτε στην αντίληψή τους, από συγγενείς, φίλους κ.λπ. -πάντα σχετικά με τον κορωνοϊό. Μία ημέρα μετά τη δημιουργία του, ο λογαριασμός εξαφανίστηκε.
Η μαρτυρία μιας ανώνυμης Κινέζας αποκαλύπτει το πώς λειτουργεί η λογοκρισία στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Σον Γιουάν δίνει το κωδικό όνομα «Γιού» στην μάρτυρα που του μίλησε, προκειμένου να προφυλάξει την ανωνυμία της. Η Γιού λοιπόν λέει ότι αργά το βράδυ της 2ας Φεβρουαρίου 2020 έριξε μια ματιά στο WeChat Moments, το αντίστοιχο των Ενημερώσεων στο Facebook. Διάβασε αυτό που έγραφε μια φίλη της δημοσιογράφος, ονόματι Ξιάο Χούι η οποία εργάζεται για το πρακτορείο ειδήσεων Caixin, ένα από τα μεγαλύτερα στην Κίνα. «Ποτέ δεν περίμενα ότι θα έβλεπα στη ζωή μου σκόρπια πτώματα ολόγυρά μου και αρρώστους να ζητούν βοήθεια και να μην υπάρχει κανένας να τους περιθάλψει. Από τη 2η ημέρα μου στην Ουχάν, στις 22 Ιανουαρίου, συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι το Τσερνόμπιλ της Κίνας. Αποφεύγω να μιλάω με συγγενείς, γιατί αυτά που είδα στην Ουχάν δεν περιγράφονται».
Η Γιού σοκαρίστηκε. Υποψιασμένη, κράτησε ένα screenshot από την ανάρτηση της ρεπόρτερ και την αναπαρήγαγε στο WeChat Moments. Με τη λεζάντα «κοιτάξτε τι γίνεται στην Ουχάν». Και πήγε για ύπνο. Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, ο λογαριασμός της ήταν μπλοκαρισμένος και στην οθόνη του υπολογιστή της υπήρχε μόνο ένα μήνυμα. Το οποίο την ενημέρωνε ότι «η πρόσβαση στο προφίλ σας στο WeChat έχει αποκλειστεί. Διαπιστώθηκε διασπορά επιβλαβών φημών».
Υπολογίζεται ότι οι Κινέζοι λογοκριτές φιλτράρουν και εν τέλει περικόπτουν τις αναζητήσεις των πολιτών στο διαδίκτυο, επιτρέποντας μόνο ένα 10% της επιζητούμενης πληροφορίας να φτάσει στους χρήστες. Τα hashtag #WeWantFreedomofSpeech και #IWantFreedomofSpeech στα οποία οι Κινέζοι εξέφραζαν την οργή τους για το ασφυκτικό φίμωμα της διακίνησης πληροφοριών, σχολίων κ.λπ, όπως ήταν αναμενόμενο, μπλοκαρίστηκαν.
Σύμφωνα με τον Σον Γιουάν, οι Κινέζοι λογοκριτές ξέφυγαν, κατελήφθησαν από αμόκ. Λογόκριναν ακόμη και άρθρα του συντάγματος της χώρας, μόνο και μόνο επειδή σε αυτά γινόταν λόγος για ελευθερία της έκφρασης. Ούτε καν ο εθνικός ύμνος της Κίνας δεν γλίτωσε από το ψαλίδι της λογοκρισίας, καθώς οι στίχοι «εμπρός σηκωθείτε, οι άνθρωποι δεν θέλουν να είναι σκλάβοι».
Πηγή: protothema
ΣΧΟΛΙΑ
Το Daynight.gr σέβεται απόλυτα το δικαίωμα σας στην ελεύθερη γνώμη στο πλαίσιο πάντα ενός κόσμιου διαλόγου. Τα σχόλια που ακολουθούν εκφράζουν και απηχούν αποκλειστικά τον αναγνώστη/ρια και το Daynight.gr διατητηρεί το δικαίωμα να μην αναρτά ή/και να διαγράφει απρεπή, υβριστικά και διαφημιστικά σχόλια.