Κόσμος
Δεν Ξεχνώ: Οι συγκινητικές μαρτυρίες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο | ΦΩΤΟ
Ξημερώματα της 20ης Ιουλίου, οι σειρήνες χτυπούν σε όλη την Κύπρο και ξυπνούν τις μαύρες μνήμες της τουρκικής εισβολής του 1974.
Κάθε φορά προστίθεται άλλος ένας χρόνος στο βάρος που κουβαλά πάνω του το νησί, με την μαύρη επέτειο να μετρά σήμερα 46 ολόκληρα χρόνια. Χρόνια γεμάτα αβάσταχτο πόνο, άσχημες μνήμες, εικόνες που δεν πρόκειται να ξεχαστούν, θύμησες των ανθρώπων που χάθηκαν, λαχτάρα για επιστροφή και ελπίδα.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεχάσουν. Ο πόνος της προσφυγιάς δεν σβήνει, κι ας έφτιαξαν τη ζωή τους μετά, κι ας προχώρησαν παρακάτω. Το 1974 δεν είναι πολύ μακριά, οι μνήμες είναι ακόμη νωπές. Οικογένειες αναζητούν ακόμη τους δικούς τους και ελπίζουν πως κάποια στιγμή θα μάθουν νέα για τους αγνοούμενους συγγενείς τους. Η τουρκική σημαία “κοσμεί” ακόμη τον Πενταδάχτυλο, είναι ορατή από χιλιόμετρα μακριά στον δρόμο προς την Λευκωσία.
Τρεις Ελληνοκύπριοι διαφορετικών ηλικιών, που έζησαν την τουρκική εισβολή το 1974, μιλούν στο News 24/7 για το πώς βίωσαν τον πόλεμο, για τη μέρα που έφυγαν από τα σπίτια τους και για τα συναισθήματά τους όλα αυτά τα 46 χρόνια.
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο
Η τουρκική εισβολή ξεκίνησε τα ξημερώματα του Σαββάτου στις 20 Ιουλίου του 1974, λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Με την κωδική ονομασία “Αττίλας” η Τουρκία εισέβαλε στο νησί, προφασιζόμενη το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων. Ισχυρές δυνάμεις στρατού αποβιβάστηκαν λίγο πριν την αυγή στην Κερύνεια και συνάντησαν αντίσταση από ελληνικές και ελληνοκυπριακές στρατιωτικές δυνάμεις, ωστόσο με καθυστέρηση, καθώς οι εντολές δεν άφηναν τον στρατό να αντεπιτεθεί.
Συγκεκριμένα, όταν τα ραντάρ της Κύπρου αντιλήφθηκαν πως τα τουρκικά πολεμικά πλοία πλησιάζαν προς την Κερύνεια, ο Έλληνας ναυτικός διοικητής Κύπρου, αντιπλοίαρχος Γ. Παπαγιάννης ενημέρωσε αμέσως τον αρχηγό της Εθνοφρουράς. Εκείνος με την σειρά του κάλεσε επειγόντως τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας, ο οποίος δεν αποδέχθηκε τον επιθετικό χαρακτήρα των στόχων.
Η ηγεσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και ο δικτάτορας Ιωαννίδης είχαν δώσει οδηγίες στους επόπτες στο ΓΕΕΘΑ ότι οι Τούρκοι έκαναν γυμνάσια για εκβιαστικούς λόγους και, παρά τις εκκλήσεις του διοικητή της Εθνικής Φρουράς, Γιωργίτση, για διαταγές απόκρουσης της εισβολής, οι οδηγίες ζητούσαν “αυτοσυγκράτηση”. Μέχρι που πια ήταν αργά.
Οι τούρκικες δυνάμεις εντός τριών ημερών κατέλαβαν την Κερύνεια και την περιοχή γύρω από την πόλη. Στις 23 Ιουλίου κηρύχθηκε εκεχειρία και τόσο η Χούντα των Αθηνών όσο και η πραξικοπηματική κυβέρνηση της Κύπρου κατέρρευσαν. Ακολούθησαν δύο γύροι διαβουλεύσεων στη Γενεύη μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών, στις οποίες η Τουρκία ζητούσε ομοσπονδιακή λύση, ανταλλαγή πληθυσμού και το 34% των εδαφών της Κύπρου να ελέγχεται από τους Τουρκοκύπριους.
Στις 14 Αυγούστου, οι συνομιλίες της Γενεύης κατέρρευσαν και η Τουρκία ξεκίνησε δεύτερη επιχείρηση, η λεγόμενη “δεύτερη εισβολή” της Κύπρου (“Αττίλας ΙΙ”), κατά την οποία προχώρησαν προς τον Αμμόχωστο και άλλες περιοχές, καταλαμβάνοντας το 36,2% του νησιού και εκτοπίζοντας 120 χιλιάδες Κύπριους. Άλλες 20 χιλιάδες παρέμειναν εγκλωβισμένοι), ενώ συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 3 χιλιάδες Ελληνοκύπριοι.
Η μαύρη μέρα της προσφυγιάς
Ο ήχος του πολέμου ήχησε στην Κύπρο. Χιλιάδες κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής. Τα αεροπλάνα πετούσαν πάνω από τα κεφάλια τους και οι βόμβες έπεφταν μέσα στα χωριά. Οικογένειες έφυγαν για να γλιτώσουν, να προλάβουν να μην σκοτωθούν από τους πυροβολισμούς και τους στρατιώτες που εισέβαλλαν στα σπίτια, παίρνοντας αιχμαλώτους και “θερίζοντας” τον θάνατο στο πέρασμά τους.
Οι περισσότεροι έφυγαν χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους, με τα ρούχα που φορούσαν, δίχως φαγητό και νερό. Τα άφησαν όλα όπως ήταν και έτρεξαν για να γλιτώσουν. Άλλοι ετοίμασαν μια βαλίτσα με μερικά πράγματα, με ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά τους και χύθηκαν στα χωράφια για να σωθούν. Όλοι τους πίστευαν πως είναι παροδικό, πως μόλις τελειώσει όλο αυτό θα γυρίσουν στα σπίτια τους και θα επιστρέψουν στη ζωή τους.
Ο πόλεμος είχε μόλις αρχίσει…
Δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτα, ήμασταν με τις παντόφλες
Η κ. Γιώτα Γιώρκα, 62 ετών σήμερα, κατάγεται από τον Μαραθόβουνο, ένα χωριό στην περιοχή της Μεσαορίας στην επαρχία Αμμοχώστου. Η δεύτερη εισβολή της 14ης Αυγούστου ήταν αυτή που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν το σπίτι τους. Όπως αναφέρει:
“Τη μέρα της εισβολής στις 14 Αυγούστου ξεκίνησαν να βομβαρδίζουν το χωριό μας. Κατά το μεσημέρι ξεκινήσαμε να φύγουμε και πήγαμε προς τα χωράφια. Δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτα, ήμασταν με τις παντόφλες. Δεν πιστεύαμε ότι θα φύγουμε από το σπίτι μας και ότι δεν θα γυρίσουμε ξανά, δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε. Νομίζαμε ότι θα φεύγαμε για τους βομβαρδισμούς και ότι θα επιστρέφαμε.
Εγώ ήμουν 16 χρονών και ήμουν με την αδερφή μου που ήταν 15, τον αδερφό μου που ήταν 12 και τα ξαδέρφια μου. Στον δρόμο βρήκαμε κάποιους συγχωριανούς και μας είπαν να πάμε σε ένα χωριό, το Στρογγυλό, όπου ήταν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Μπαίνοντας στο Στρογγυλό, μας έπιασαν οι Τουρκοκύπριοι. Μας έδεσαν και μας πήγαν στην πλατεία του χωριού, όπου ήταν και άλλοι Κύπριοι και κάτοικοι του Στρογγυλού που δεν πρόλαβαν να φύγουν και τους είχαν πιάσει. Ξεχώρισαν τις γυναίκες και τους άντρες. Εμάς μας κράτησαν εκεί και τους άντρες τους πήραν αλλού, κανείς δεν ήξερε πού τους πήγαν ή τι θα γινόταν. Ανάμεσά τους ήταν και δύο ξάδερφοί μου, 20 χρονών. Εκείνο το βράδυ μείναμε στο σπίτι του κοινοτάρχη του χωριού, μας είχαν όλους μαζεμένους, όσους είχαν πιάσει. Το άλλο πρωί έφεραν τους άντρες που είχαν πιάσει στο σπίτι, τους είδαμε, μας έβαλαν να τους κάνουμε καφέ και από τότε δεν τους ξαναείδαμε. Από εκείνη τη μέρα και μετά ήταν αγνοούμενοι”.
Μας πήραν ό,τι είχαμε, τρέχαμε στα χωράφια
Η κ. Δέσποινα Σάββα, 78 ετών σήμερα, θυμάται καρέ – καρέ τη μέρα που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Βαρώσι και όλες οι λεπτομέρειες της μαύρης εκείνης μέρας έχουν χαραχτεί στη μνήμη της. Είχε μαζί της 4 παιδιά μικρά σε ηλικία και προσπάθησε να προστατεύσει την οικογένειά της. Όπως περιγράφει:
“Είχαμε ακούσει ότι πήραν την Κερύνει και κάποιες άλλες περιοχές. Ετοίμασα κάποιες βαλίτσες, τα ρούχα των μωρών, γάλατα και τα έβαλα στην πόρτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι σε περίπτωση που χρειαστεί να φύγουμε. Όπως και έγινε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε, πήγαμε στα Κοκκινοχώρια και βρήκαμε μία κάμαρα στην αυλή ενός σπιτιού, μας άφησαν να μείνουμε εκεί. σε ένα σπίτι. Μείναμε δύο με τρία βράδια, αλλά δεν κοιμόμασταν από τον φόβο μας. Ένα βράδυ είδαμε μια μεγάλη φωτιά να ανεβαίνει προς τον ουρανό, προς τη μεριά της Αμμοχώστου. Έλεγαν πως ήρθαν από την Ελλάδα και χτυπούσαν την Αμμόχωστο, αλλά ήταν Τούρκοι που χτυπούσαν. Βομβάρδιζαν τα ξενοδοχεία, σκοτώθηκε κόσμος. Ο άντρας μου ήθελε να φύγουμε, να γυρίσουμε πίσω. Ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε στο σπίτι μας στο Βαρώσι, αλλά στον δρόμο προς τη Δερύνεια αντιληφθήκαμε ότι κάτι συμβαίνει. Ρωτήσαμε σε ένα καφενείο εκεί κοντά τι συνέβη και μας είπαν πως προηγουμένως πέρασαν πέντε μεγάλα τανκς με τουρκική σημαία και μπήκαν στα χωράφια.
Είδαμε έναν νεαρό στρατιώτη, μικροκαμωμένο, με το καπέλο του. Νομίσαμε πως είναι δικός μας. Σκεφτήκαμε πως στήθηκαν εκεί Κύπριοι στρατιώτες για να ‘κόψουν” τον δρόμο στους Τούρκους, γιατί ακούσαμε πως οι Τούρκοι είχαν ξεκινήσει ήδη να μπαίνουν στο Βαρώσι. Όταν πλησιάσαμε, κατάλαβα πως ήταν Τούρκο και μας είπε να μην γυρίσουμε πίσω, αλλιώς θα πυροβολούσε. Πριν από εμάς, είχαν φτάσει κι άλλοι Κύπριοι σε εκείνο το σημείο. Τους κατέβαζαν από τα αυτοκίνητά τους και τους οδηγούσαν σε χωράφια, όπου κρατούσαν. Όπλα, όπλα παντού. Μας είπε να βάλουυμε τα χέρια στο κεφάλι να σταθούμε ανά τρεις μέσα στον δρόμο. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως θα μας σκοτώσουν. Ακόμη και τώρα που το λέω ανατριχιάζω. Ήταν μια μεγάλη έκταση γεμάτη χωράφια. Μας έπαιρναν και μας πήγαιναν πίσω από τα περιβόλια. Κάποια στιγμή μας οδήγησαν στη μέση ενός χωραφιού, σε μία τεράστια λακκούβα, περίπου 300 άτομα. Όσοι έρχονταν, τους έριχαν εκεί.
Ό,τι είχαμε μας το πήραν. Κράτησα τον σταυρό μου, το ρολόι μου, κάποια κοσμήματα και μερικά χρήματα. Τα έκρυψα στο εσώρουχο του μωρού μου και τα γλιτώσαμε. Μας πήραν τα αυτοκίνητά μας, τα ρούχα μας, ό,τι είχαμε μαζί μας. Έφεραν κάποια λεωφορεία και μας είπαν να σταματήσουμε να κλαίμε και ότι θα μας πάνε στα σπίτια μας. Εμείς δεν το πιστέψαμε. Μας πήγαν στα χωράφια και μας άφησαν εκεί, στη μέση του πουθενά. Ξεκινήσαμε να τρέχουμε. Έβαλα το μικρό μου μωρό στο σβέρκο και τρέχαμε μέσα στα χωράφια, χωρίς να ξέρουμε πού να πάμε. Εμείς και χιλιάδες άλλοι. Ήμασταν διψασμένοι, πεινασμένοι. Δεν είχαμε ούτε νερό, ούτε ψωμί, με τα ρούχα που φύγαμε ήμασταν. Πεινούσαν τα παιδιά, έκλαιγαν. Φτάσαμε σε ένα χωριό. Δεν μας έδιναν ούτε ένα κομμάτι ψωμί. Τους είπαμε ότι μας έπιασαν οι Τούρκοι, ότι μας πήραν τα πάντα. Δεν μας βοηθούσε κανένας, ούτε ένα ποτήρι νερό.”
Διαβάστε περισσότερες μαρτυρίες της εισβολής στο News247
-
ΗΡΑΚΛΕΙΟ2 ημέρες πριν
Βαρύ πένθος στο Ηράκλειο για τον 29χρονο Ηράκλειτο που «έσβησε» ξαφνικά ενώ οδηγούσε
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ3 ημέρες πριν
Πέθανε ο γνωστός ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας
-
GOOD NEWS2 ημέρες πριν
Ο γαϊδαράκος από την Κρήτη έφτασε στην κυρά Ρηνιώ στην ακριτική Κίναρο!
-
ΗΡΑΚΛΕΙΟ2 ημέρες πριν
Τραγωδία με 29χρονο στο Ηράκλειο – Ένιωσε αδιαθεσία στο τιμόνι και λίγο μετά ξεψύχησε