PLUS +
Όταν συνάντησα τη χαροκαμένη μάνα του 14χρονου Παναγιώτη Τουμανίδη
Με τα σκαλοπάτια και τα τσιμέντα του «Καραϊσκάκη», ήρθα πρώτη φορά σε επαφή σε ένα ματς με τον Εδεσσαϊκό τη σεζόν 1992-1993. Εννοείται πως δεν μου έχει μείνει αποτυπωμένη καμιά εικόνα από τα του αγώνα. Τα μάτια και το μυαλό παραδομένα αμαχητί στο σημείο εκείνο του γηπέδου όπου το ερυθρόλευκο είναι πιο έντονο από οπουδήποτε αλλού. Κασκόλ, πανό, χέρια συντονισμένα, γροθιές στον αέρα, λαρύγγια που περιμένουν να σωπάσει η τρομπέτα του Ατίλιο για να κραυγάσουν την πιο δοξασμένη -στα αθλητικά δρώμενα της Ελλάδας- ιαχή.
Όπως φαντάζομαι συμβαίνει και με τα υπόλοιπα πιτσιρίκια που έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με την οπαδική ιεροτελεστία, έτσι κι ο δικός μου ο έρωτας με το πέταλο, ήταν κεραυνοβόλος. Και παραμένει φουντωμένος μέχρι και σήμερα, στα 40 μου. Σε μια ηλικιακή φάση, δηλαδή, που βλέπεις τους τριγύρω σου (ανεξαρτήτως ομάδας) να αποσύρονται σε καναπέδες και να σε δείχνουν με το δάχτυλο ειρωνικά όταν τους λες: «σήμερα είμαι κλεισμένος, σήμερα έχει γήπεδο». Χαμογελάω με εκείνους που με απαξιώνουν, πορεύομαι χωρίς τύψεις με κάτι που ανεξήγητα μπολιάζει μέσα σου κι εξίσου ανεξήγητα γιγαντώνεται χρόνο με το χρόνο χαρίζοντάς σου στιγμές κι εμπειρίες που γεμίζουν το είναι σου. Η οπαδική κουλτούρα που δεν εμπεριέχει βία, είναι πρέζα και στέλνω τους χαιρετισμούς μου σε όσους αποδέχονται το αξίωμα αυτό. Κόκκινους, πράσινους, κίτρινους, μαύρους, μπλε, σε κάθε μη άνιωθο και συνειδητοποιημένο.
Έρχομαι ξανά στη γνωριμία μου με τη Θύρα 7
Μια γνωριμία εξ αποστάσεως, καθώς στα υπόλοιπα χρόνια που ο Ολυμπιακόςαγωνίστηκε στο παλιό «Καραϊσκάκη», δεν είχα την ευκαιρία να ανέβω τα σκαλοπάτια τα νοτισμένα από το αίμα των 21 που ο χωροχρόνος τους τοποθέτησε εκείνη την Κυριακή μπροστάρηδες σε μια αδιανόητη σκηνή που προκάλεσε εθνική κατάθλιψη και ταυτόχρονα συνέβαλε στο να χτιστεί με τις δεκαετίες ένα κράμα νοοτροπίας και ενεργούς δράσης που κάνει τον συγκεκριμένο σύλλογο ξεχωριστό στα μάτια φίλων και εχθρών.
Μεσολάβησαν, που λέτε, Ριζούπολες και ΟΑΚΑ μέχρι την επιστροφή στη γωνιά της πειραιώτικης γης που μας αναλογεί. Νέο γήπεδο, νέος περιβάλλων χώρος, όλα νέα. Στο σημείο που κάποτε η γέφυρα της Καραολή και Δημητρίου «έγλειφε» το τσιμέντο της κερκίδας, το μοναδικό παλιό στοιχείο που δένει το τότε με το τώρα και το πάντα: το κιγκλίδωμα της παλιάς Θύρας 7, τα μερικά εκείνα σίδερα που έκοψαν ανάσες οπαδών και χαμόγελα οικογενειών.
Τις βλέπω αυτές τις οικογένειες στα μνημόσυνα, το ίδιο μουντές κάθε χρόνο, να ακυρώνουν το ρητό που μιλάει για τη γιατρειά που ο τελευταίος προσφέρει μετά από μια μεγάλη απώλεια. Πιο μουντή, η Ελευθερία Τουμανίδου, η μάνα του Παναγιώτη Τουμανίδη, του πιο μικρού από το 21μελές ερυθρόλευκο παρεάκι. Από τα γυμνασιακά μου χρόνια μέχρι και σήμερα, σε κάθε ετήσια μάζωξη, για κάποιο λόγο στέκομαι στο πρόσωπό της περισσότερο από κάθε άλλο.
Προσπαθώ να σκεφτώ πώς είναι να στριφογυρίζουν καθημερινά στο μυαλό σου, 38 χρόνια τώρα χωρίς σταματημό, σαν μια πένθιμη λούπα, τα λόγια του παιδιού σου πριν φύγει για το γήπεδο. Τι να της είπε, ρε φίλε, με το κασκόλ δεμένο στο χέρι την τελευταία φορά που γύρισε να την κοιτάξει, εκεί πάνω στην πόρτα ακριβώς του σπιτιού τους, με τα πόδια του να μην τον κρατάνε και να προστάζουν τρεχάλα για την 7; Τι να της είπαν εκείνο το απόγευμα μετά το ανούσιο 6-0 επί της ΑΕΚ για τον Πάνο της, σε ποιον να ανατέθηκε η βαριά υποχρέωση να τσαμπουνήσει στη μάνα κουβέντες που δεν λέγονται; Πώς να ένιωσε για τους θυρωρούς, τους αστυνομικούς, τους αθωομένους από τα δικαστήρια; Πώς χτύπαγε η καρδιά της όταν ο λοβοτομημένος φώναζε για τους γαμημένους νεκρούς του Θρύλου και πώς όταν έβλεπε τον μπαρουτοκαπνισμένο μπάρμπα από τα Καμίνια να κλαίει στο μνημόσυνο της τάδε χρονιάς δίπλα στον έφηβο από τον Κορυδαλλό; Σε ποιο από τα 21 μαύρα καθίσματα της νέας Θύρας 7 φαντάζεται να κάθεται ο γιος της τις τωρινές Κυριακές και πόσο την αγγίζει το λυσσασμένο και ταυτόχρονα τρεμάμενο «Αδέρφια Ζείτε Εσείς μας Οδηγείτε»;
Αυτά και μυριάδες άλλα, λογικά και ακατάληπτα ήθελα να την ρωτήσω κάθε φορά που την κοίταζα στα μνημόσυνα, αλλά δεν τολμούσα. Απλά την κοίταζα και χανόμουνα στο -καμιά φορά- χαμένο της βλέμμα.
Και μια μέρα…
Μια μέρα, πριν από 9 χρόνια, κατέβηκα την επομένη του μνημόσυνου για να αφήσω ένα λουλούδι στο μνημείο. Άδειος ο χώρος, πολλά τα στεφάνια, νέκρα με και χωρίς εισαγωγικά. Έφυγα από το μνημείο και κατευθύνθηκα προς το αμάξι. Εκεί, στο δεύτερο μνημείο που δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με το νέο γήπεδο, στην επονομαζόμενη Πλατεία Θυμάτων Θύρας 7, η κυρία Ελευθερία στεκόταν σε ένα από τα σκαλοπάτια και τακτοποιούσε νωχελικά τα λουλούδια που είχαν αφήσει οι περαστικοί. Κοντοστάθηκα δίπλα της, ανατριχιασμένος κάπως κι έτοιμος να της αρπάξω κουβέντες, να τη γνωρίσω καλύτερα, να μάθω πράγματα για τον αδερφό μου τον Παναγιώτη από τα πλέον έγκυρα κι αγέλαστα χείλη. Εγώ κι εκείνη, ψυχή τριγύρω.
Δεν τόλμησα να βγάλω κουβέντα.
Δεν ξέρω αν ήταν το δέος ή η άγραφη εκείνη συμφωνία που επιτάσσει ότι στον δυτικό κόσμο δεν ερεθίζουμε τις μνήμες εκείνων που μένουν πίσω, αν εκείνοι πρώτα δεν μας δώσουν το ερέθισμα, το τελικό ΟΚ. Με απλά λόγια, «άραξε και άφησε τη γυναίκα να σκεφτεί, να πενθήσει, να θρηνήσει». Εκείνη γύρισε σε κάποια στιγμή προς το μέρος μου και με ρώτησε αν γνωρίζω ποιος ήταν ο Παναγιώτης. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι, με το ίδιο θάρρος που ο πιτσιρικάς παραδέχεται στους γονείς του ότι ήταν εκείνος που έσπασε το βάζο με την μπάλα. Χαμογέλασε, έστω και αμυδρά.
Ίσως αυτό το χαμόγελο να ‘ναι η μοναδική γιατρειά των συγγενών και φίλων των 21. Η νοητή αλυσίδα ανθρώπων που συνεχίζει να κρατά ζωντανή τη μνήμη τους παρά την κοσμοτρεχάλα των εποχών.
Η νοητή αλυσίδα. Κανένας χρόνος-γιατρός.
ΣΧΟΛΙΑ
Το Daynight.gr σέβεται απόλυτα το δικαίωμα σας στην ελεύθερη γνώμη στο πλαίσιο πάντα ενός κόσμιου διαλόγου. Τα σχόλια που ακολουθούν εκφράζουν και απηχούν αποκλειστικά τον αναγνώστη/ρια και το Daynight.gr διατητηρεί το δικαίωμα να μην αναρτά ή/και να διαγράφει απρεπή, υβριστικά και διαφημιστικά σχόλια.